- υπαισθησία
- η, Νιατρ. μείωση τής ευαισθησίας προς τα αισθητικά ερεθίσματα, ιδίως εκείνα που έχουν σχέση με την αίσθηση τής αφής.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. αγγλ. hypesthesia (< υπ[ο]-* + -αισθησία < αίσθηση)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.